Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προτέμνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-τέμνω, Ιων. και Επικ. -τάμνω· μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ προὔτᾰμον· I. περικόπτω εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ. II. αποκόπτω το επάνω μέρος ή απλώς κόβω, Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ. III. Μέσ., κόβω μπροστά σε κάποιον, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο αυλάκι μπροστά μου, στο ίδ.