Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προτάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. τοποθετώ ή βάζω μπροστά, προτάσσω σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον, τον τοποθετώ πριν από τους άλλους, ως ομιλητή, σε Θουκ.Μέσ., προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας, τοποθέτησε τους ιππείς μπροστά από αυτή, σε Ξεν.Παθ., στέκομαι μπροστά από κάποιον έτσι ώστε να τον προστατεύω, να τον προασπιστώ, σε Αισχύλ.· τὸ προταχθέν, οἱ προτεταγμένοι, οι μπροστινές σειρές, προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν. II. γενικά, ορίζω ή καθορίζω εκ των προτέρων, χρόνον, σε Σοφ.