Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-φέρω, Δωρ. ποτι-φέρω· μέλ. προσοίσω· Ιων. Παθ. αορ. αʹ -ενείχθην·
Α. I. 1.
φέρνω προς ή πάνω σε, εφαρμόζω, Λατ. applicare, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αλλά, προσφέρω χεῖρά τινι, απλώνω τα χέρια επάνω σε, σε Ηρόδ.· επίσης προσφέρω, τα χέρια μου ως φίλος, σε Ξεν.· χωρίς δοτ., εφαρμόζω, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, βίην, σε Ηρόδ.· προσφέρω τόλμαν, θέτω σε ενέργεια, σε Πίνδ.· επίσης, προσφέρω πόλεμον, σε Ηρόδ. 2. προσθέτω, τί τινι, σε Σοφ., Ευρ.· τι πρός τι, σε Ηρόδ.· 3. α) προσφέρω, δωρίζω, παρέχω, λουτρὰ πατρί, σε Σοφ.· δῶρα, σε Θουκ.· θυσίας, σε Κ.Δ. β) ιδίως λέγεται για φαγητό και ποτό, προσφέρω, παραθέτω μπροστά σε κάποιον, σε Ξεν.· προσφέρω τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν, στον ίδ. 4. φέρνω μπροστά, παραθέτω, παρουσιάζω, μνημονεύω, σε Πίνδ. 5. κάνω προτάσεις, προσφέρω λόγον ή λόγους τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., προσφέρω περὶ ὁμολογίας, σε Ηρόδ., Θουκ. II. συνεισφέρω, παρέχω, εισφέρω, ἑκατὸν τάλαντα, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. φέρνω ένα πράγμα κοντά σε άλλο, το κάνω παρόμοιο με αυτό, του μοιάζω, προσφέρω νόον ἀθανάτοις, σε Πίνδ. Β. Παθ., με Μέσ. μέλ. προσοίσομαι· I. 1. μεταφέρομαι προς κάποιο μέρος, λέγεται για πλοία, προσορμίζομαι, σε Ξεν. 2. βαδίζω εναντίον, χτυπώ, ορμώ, επιτίθεμαι, τινι ή πρός τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ορμώ, κάνω εισβολή, στον ίδ.· προσφέρεσθαι ἄποροι, δύσκολο να συμπλακούν μαζί τους από κοντά, στον ίδ. 3. απλώς, πηγαίνω σε ή προς, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, πλέοντες, στον ίδ. 4. συναλλάσσομαι, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σε κάποιον, στον ίδ., Θουκ.· προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, απαντώ, σε Ξεν. 5. προσφέρεσθαί τινι, έρχομαι κοντά σε κάποιον, πλησιάζω, είμαι όμοιος, σε Ηρόδ. II. προσφέρεσθαί τινι, τοποθετούμαι ή επιβάλλομαι σε κάποιον, τὰπροσφερόμενα πρήγματα, στον ίδ. Γ. 1. Μέσ., προσφέρεσθαί τι, παρέχω στον εαυτό μου φαγητό ή ποτό, σε Ξεν.Παθ., τὰ προσφερόμενα, τροφή, φαγητό, ποτό, στον ίδ. 2. επιδεικνύω, φιλοτιμίαν ὑμῖν, σε Κ.Δ. 3. εφαρμόζω, βάζω σε εφαρμογή, σε Πολύβ.