LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσποίησις"
- προσποίησις, ἡ, 1. προσάρτηση πράγματος, πρόσκτηση, σε Θουκ. 2. πρόφαση ή αξίωση για κάτι, με γεν., στον ίδ. 3. απόλ., προσποίηση, υποκρισία, σε Αριστ.