Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσμένω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-μένω, μέλ. -μενῶ, I. 1. αναμένω ή περιμένω ακόμα περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. με δοτ., παραμένω προσκολλημένος σε, τινί, σε Αισχύλ.· προσμένω ταῖς δεήσεσιν, συνεχίζω τις ικεσίες, σε Κ.Δ. II. μτβ., περιμένω, αναμένω, με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· περιμένω κάποιον για μάχη, δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν, σε Σοφ.