Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσκυνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-κῠνέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -εκύνησα, ποιητ. -έκῠσα, προστ. πρόσκυσον, απαρ. -κύσαι, μτχ. -κύσας, παρακ. -κεκύνηκα, σε Πλούτ. 1. υποκλίνομαι, προσπέφτω στους θεούς, λατρεύω, προσκυνώ, τιμώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παροιμ., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, λέγεται γι' αυτούς που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νέμεσης, σε Αισχύλ.· ομοίως, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για τους ιερούς τόπους, προσφέρω σεβασμό σε, ἕδη θεῶν, στον ίδ.· τὴν γῆν, σε Αριστοφ. 2. χρησιμ. για την ανατολική συνήθεια της βαθιάς υπόκλισης ή του προσκυνήματος μπροστά στους βασιλιάδες και τους άρχοντες, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ., προσκυνέω τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα, κάνω προσκυνήματα και υποκλίσεις σε αυτόν ως βασιλιά μου, στον Ηρόδ.· πάντες σε προσκυνοῦμεν, σε Σοφ. κ.λπ.· έπειτα, με δοτ., σε Κ.Δ.