Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσκρούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-κρούω, μέλ. -σω, I. προσκρούω, έρχομαι σε σύγκρουση προς, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., προσκόπτω, βρίσκω, συναντώ εμπόδιο, σε Πλούτ. II. 1. έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, προξενώ εμπόδια, σε Δημ.· προσκρούω τινί, σε Πλούτ. 2. θίγομαι, οργίζομαι με κάποιον, τινί, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι, σε Πλάτ.