LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσηλόω"
- προσ-ηλόω, μέλ. -ώσω, I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε Πλάτ. II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.