LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσεύχομαι"
- προσ-εύχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., I. 1. προσφέρω ικεσίες ή τάματα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 2. με αιτ., προσεύχομαι τὸν θεόν, τον προσφωνώ σε προσευχή, σε Αριστοφ. 3. απόλ., προσφέρω προσευχές, λατρεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. προσεύχομαί τι, προσεύχομαι για κάποιο πράγμα, σε Ξεν.