Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσεχής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσεχής, -ές (προσέχω), 1. λέγεται για τόπο, αυτός που βρίσκεται δίπλα, προσεχὴς ἑστάναι τινί, στη μάχη, σε Ηρόδ.· με γεωγραφική σημασία, αυτός που συνορεύει, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, όμορος, με δοτ., στον ίδ.· οἱ προσεχέες, διπλανοί γείτονες, στον ίδ. 2. εκτεθειμένος στον άνεμο, σε Στράβ.