Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσγελάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-γελάω, μέλ. -άσομαι [ᾰ], 1. κοιτάζω κάποιον γελώντας, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων, δώσε το τελευταίο σου χαμόγελο σε μένα, σε Ευρ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. arrideo, ευφραίνω, τέρπω, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, σε Αισχύλ.