Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-βάλλω, Δωρ. προτι-βάλλω, μέλ. -βᾰλω.
Α. I. 1.
χτυπώ ή εξορμώ εναντίον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀψῖδα πέτρῳ προσβάλλω, αφήνω να χτυπήσει εναντίον, σε Ευρ.· τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προσβάλλω, καταστρέφω την ευτυχία του πάνω σε έναν βράχο, σε Αισχύλ.· προσβάλλω θηρία τινί, τα βάζω να του επιτεθούν, σε Δημ.· προσβάλλω δόρυ τινί, σε Ευρ.· χωρίς καμία σημασία βίας, επιβάλλω, επιθέτω, μαλακὰν χέρα προσβάλλω (ἕλκει), λέγεται για χειρουργό, σε Πίνδ.· προσβάλλω παρειὰν παρηΐδι, σε Ευρ.· ὄμματα τέκνοις, στον ίδ. 2. παρέχω, παραχωρώ σε, κέρδος τινί, σε Ηρόδ.· προσβάλλω Λακεδαιμονίοις Ὀλυμπιάδα, τους δίνω την τιμή μιας ολυμπιακής νίκης, στον ίδ.· προσβάλλω κακὸν τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· εὔκλειαν σαὐτῇ, σε Σοφ.· προσβάλλω δεῖμά τινι, Λατ. incutere timorem alicui, σε Ευρ. 3. με αιτ. του προσβαλλόμενου πράγματος, ἀρούρας προσβάλλειν, λέγεται για τον ήλιο, προσβάλλω τη γη με τις ακτίνες, σε Όμηρ.· λέγεται για μυρωδιές, βροτοῦ (ὀσμή) με προσέβαλε, σε Αριστοφ. 4. μεταφ., προσέχω σε κάποιο πράγμα ή προσθέτω, σε Σοφ. 5. μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν, μη με αναγκάσεις να υποκύψω σ' αυτά, στον ίδ. II. 1. αμτβ., εφορμώ, κάνω επίθεση ή έφοδο πάνω σε, τινί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πρὸς τὸ τεῖχος, σε Ηρόδ.· απόλ., χτυπώ, κάνω έφοδο, επιτίθεμαι, στον ίδ.· προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν, με έφοδο, σε Ξεν. 2. μπαίνω μέσα με καράβι, προσορμίζομαι, ἐς τὸν λιμένα, σε Θουκ.· πρὸς Τάραντα, στον ίδ.· με δοτ., Σικελίᾳ, στον ίδ. Β. Μέσ., τιμωρώ, σωφρονίζω, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.