Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-έχω και προσ-ίσχω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσέσχον, I. 1. παρέχω, προσφέρω, σε Αισχύλ.· φέρω προς, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ δάπεδον, σε Ηρόδ. 2. προσέχω ναῦν, φέρνω πλοίο κοντά σ' ένα μέρος, το φέρνω στο λιμάνι, σε Ηρόδ.· Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν, σε Ευρ.· τίς σε προσέσχε χρεία; τί σε έφερε σ' αυτήν τη γη; σε Σοφ.· μόνο του, βάζω μέσα, προσεγγίζω ένα μέρος, προσεχεῖν ἐς τὴν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. τόπου, προσέχω τῇ νήσῳ κ.λπ., στον ίδ.· επίσης με αιτ. τόπου, προσέσχες τήνδε γῆν, σε Σοφ.· απόλ., αράζω, αποβιβάζω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. γυρίζω σε ή προς ένα πράγμα, προσέχω ὄμμα, σε Ευρ.· προσέχω τὸν νοῦν, στρέφω το νου, δίνω προσοχή σ' ένα πράγμα, είμαι επίμονος σ' αυτό, Λατ. animadverte, τινί ή πρός τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν πρός τινι, στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν, πρόσεχε! φυλάξου!, στον ίδ.· ομοίως, προσέχω τὴν γνώμην, σε Θουκ. 4. α) χωρίς τὸν νοῦν, προσέχω ἑαυτῷ, παρέχω φροντίδα, προσοχή σε κάποιον, σε Αριστοφ., Ξεν.· προσέχω ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάσσομαι από κάποιον, σε Κ.Δ.· απόλ., προσέχων ἀκουσάτω, προσεκτικά, σε Δημ. β) αφιερώνω τον εαυτό μου σε ένα πράγμα, Λατ. totus esse in illo, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. γ) με απαρ., προσδοκώ να κάνω, σε Ηρόδ. 5. Μέσ., προσκολλώμαι σε κάποιο πράγμα, προσχωρώ σ' αυτό, με δοτ., στον ίδ., σε Αριστοφ. 6. Παθ., συγκρατούμαι σταθερά από ένα πράγμα, ὑπό τινος, σε Ευρ.· μεταφ., προσαρτώμαι σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Θουκ. II. έχω επιπλέον ή επιπροσθέτως, σε Πλάτ., Δημ.