Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσέρχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-έρχομαι, παρατ. -ηρχόμην, μέλ. -ελεύσομαι (αλλά Αττ. παρατ. και μέλ., προσῄειν, πρόσειμιαόρ. βʹ -ήλυθον, -ῆλθον, παρακ. ἐλήλυθα· αποθ., I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· προσέρχομαι Σωκράτει, τον επισκέπτομαι ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· συχνά επίσης με πρόθ., ἐπί, εἰς, πρός· και με επιρρ. δεῦρο, πέλας· απόλ., πλησιάζω, έρχομαι κοντά, είμαι κοντά, είμαι πρόχειρος, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. με εχθρική σημασία, προσέρχομαι πρός τινα, σε Ξεν. 3. εισέρχομαι, παραδίδομαι, συνθηκολογώ, σε Θουκ. 4. έρχομαι μπροστά για να μιλήσω, προσέρχομαι τῷ δήμῳ, σε Δημ.· πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν. 5. σχετίζομαι με κάποιον, πρός τινα, σε Δημ. II. εισέρχομαι ως έσοδο, υπάρχω ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.