LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσέλκω"
- προσ-έλκω, μέλ. -έλξω και -ελκύσω [ῠ]· σύρω προς τα εμπρός, προσελκύω, τινά· στην Μέσ., σύρω κάποιον προς το μέρος μου, τον τραβώ, τον ελκύω, σε Θέογν.· αόρ. αʹ προσειλκυσάμην, σε Ευρ.

