Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προπετής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προπετής, -ές (προπεσεῖν), I. 1. αυτός που πέφτει προς τα εμπρός, κατωφερής, Λατ. proclivis, σε Ξεν. 2. αυτός που ρίχνεται μακριά, κεῖται προπετὲς (τὸ κάταγμα), σε Σοφ. 3. κεκλιμένος, φθίνων στο σημείο του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. προνωπής· II. μεταφ., 1. αυτός που βρίσκεται στο σημείο, προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς παρθένος, στον ίδ. 2. έτοιμος για, επιρρεπής σ' ένα πράγμα, ἐπί ή εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ. 3. παράτολμος, βιαστικός, εσπευσμένος, βίαιος, σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς ἀκρασία, σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην τύχη, σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, οἱ θρασεῖς προπετεῖς, σε Αριστ. III. 1. επίρρ. -τῶς, προς τα εμπρός, σε Ξεν. 2. ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· προπετῶς ἔχειν, είμαι σε βιασύνη, βιάζομαι, στον ίδ.