Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προπάτωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-πάτωρ, -ορος, (πᾰτήρ), ο πρώτος θεμελιωτής της οικογένειας, του γένους, γενάρχης, σε Ηρόδ., Ευρ.· σε πληθ., πρόγονοι, προπάτορες, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ, σε Σοφ.