LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προοιμιάζομαι"
- προοιμιάζομαι, Αττ. συνηρ. φροιμιάζομαι· μέλ. -άσομαι, παρακ. πεφροιμίασμαι· αποθ.· κάνω πρόλογο, προοίμιο, εισαγωγή, σε Αισχύλ., Ξεν. II. με αιτ., λέω με μορφή προλόγου, προτάσσω, αναφέρω εισαγωγικά, φροιμιάζομαι θεούς, ξεκινώ με επίκληση σε αυτούς, σε Αισχύλ.· τίφροιμιάζῃ; σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, περφροιμιάσθω τοσαῦτα, άφησε τόσα πολλά να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.

