Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προοίμιον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-οίμιον, τό, Αττ. συνηρ. φροίμιον (οἶμος), I. 1. είσοδος ή εισαγωγή σ' ένα πράγμα· στη μουσική, πρελούδιο, εισαγωγή, σε Πίνδ.· στα ποιήματα και τους ρητ. λόγους, προοίμιο, πρόλογος, είσοδος, εισαγωγή, Λατ. exordium, στον ίδ., Ξεν. 2. μεταφ., λέγεται για κάθε προοίμιο ή αρχή, φροίμιον χορεύσομαι, σε Αισχύλ.· μηδέπω 'ν προοιμίοις, μόνο στην αρχή ακριβώς, στο ίδ.· εἴ τι τοῦδε φροίμιον ματᾷ, εάν κάθε μέρος αυτού του προοιμίου ήταν άσκοπο, στον ίδ. II. γενικά, ύμνος, σε Θουκ., Πλάτ.