Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προξενέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προξενέω, μέλ. -ήσω, παρατ. προὐξένουν, μέλ. -ήσω, παρακ. προὐξένηκα, I. είμαι πρόξενος κάποιου, διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, επειδή είναι δικός σου πρόξενος, σε Ξεν.· προξενέω τῶν πρέσβεων, ενεργώ ως πρόξενος, λέγεται για τους απεσταλμένους ή τους αντιπροσώπους φιλικής πόλης, σε Δημ.· γενικά, είμαι προστάτης κάποιου, ευεργέτης, σε Ευρ. II. λέγεται για καθήκοντα πρόξενου, (πρόξενος, σημ. II)· 1. πράττω ή εκτελώ κάτι εκ μέρους άλλου, στον ίδ.· προξενέω θράσος, προσδίδω τόλμη, θάρρος, σε Σοφ.· προξενέω τιμήν τινι, παρέχω τιμή σε αυτόν, σε Πλούτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, προξενέω κίνδυνόν τινι, επιφέρω κίνδυνο πάνω σε κάποιον, σε Ξεν.· επίσης, με δοτ. και απαρ., προξενέω τινὶ ὁρᾶν, είμαι το μέσο της όρασής του, σε Σοφ.· προξενέω τινὶ καταλῦσαι βίον, κάνω τη χάρη σε κάποιον να πεθάνει, σε Ξεν.· επίσης, προξενέω τινί, είμαι οδηγός κάποιου, σε Σοφ. 2. προτείνω ή συνιστώ σε κάποιον, σε Πλάτ., Δημ.