LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προμαντεύομαι"
- προ-μαντεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ.· προφητεύω, σε Ηρόδ.· με αιτ., προμαντεύω, προλέγω, σε Λουκ.