Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προκαταλαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-καταλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, I. καταλαμβάνω, κυριεύω από πριν, σε Θουκ. κ.λπ.Παθ., προκαταλαμβάνομαι, στον ίδ. II. μεταφ., προλαμβάνω, ματαιώνω, στον ίδ., Αισχίν.· λέγεται για πρόσωπα, προλαμβάνω ή βρίσκω αιφνιδίως, σε Θουκ. III. καταβάλλω εκ των προτέρων, στον ίδ.