Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προθυμία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προθῡμία, Ιων. -ίη, , I. 1. διάθεση, προθυμία, ετοιμότητα, ζήλος, ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· ὑπὸ προθυμίας, με ζήλο, στον ίδ. 2. με γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, στην επιθυμία του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, τόσο μακριά όσο πηγαίνει η επιθυμία του, στον ίδ.· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, με τη θέληση του θεού, σε Ευρ. 3. με γεν. πράγμ., προθυμίη σωτηρίης, ζήλος να τον σώσει, σε Ηρόδ.· προθυμία ἔργου, ετοιμότητα για δράση, πρόθεση ή σκοπός για ενέργεια, σε Σοφ. 4. προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ. II. καλή θέληση, ευμενής διάθεση, σε Ηρόδ.