Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προθυμέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-θῡμέομαι (πρόθυμος), παρατ. προεθυμεόμην, συνηρ. προὐθυμούμην, Μέσ. μέλ. -θυμήσομαι και Παθ. -θυμηθήσομαι, αόρ. αʹ προὐθυμήθην· 1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος, ενθουσιώδης, έχω ζήλο να κάνω ένα πράγμα, με απαρ. σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, προθυμέομαι ὅπως, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απόλ., δείχνω ζήλο, δείχνω προθυμία, σε Ηρόδ.· είμαι εύθυμος, φαιδρός, σε Ξεν. 3. με αιτ. πράγμ., είμαι πρόθυμος ή ενθουσιώδης για κάτι, εκτιμώ θερμά, ποθώ διακαώς, σε Θουκ. κ.λπ.