Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προηγέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-ηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ. 1. βαδίζω πρώτος και δείχνω τον δρόμο, είμαι οδηγός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τινι, ενός προσώπου, δηλ. το οδηγώ, σε Αριστοφ., Ξεν.· προηγέομαι τὴν ὁδόν, σε Ξεν. 2. με γεν., λαμβάνω την αρχηγία σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Κ.Δ. 3. λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι μπροστά, προηγούμαι, σε Ξεν. 4. μτχ. προηγούμενος, , -ον, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον στράτευμα, εμπροσθοφυλακή, στον ίδ.