LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προελαύνω"
- προ-ελαύνω, μέλ. -ελάσω, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἵππον), ελαύνω, ιππεύω προς τα εμπρός, σε Ξεν.· με γεν., ιππεύω πριν από κάποιον, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για χρόνο, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (γʹ ενικ. απρόσ. υπερσ.) καθώς η νύχτα ήταν τώρα αρκετά προχωρημένη, σε Ηρόδ.