Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προγιγνώσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γινώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ -έγνων, Επικ. απαρ. -γνώμεναι, I. 1. γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε Ευρ. 2. γνωρίζω από πριν, σε Κ.Δ. II. κρίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.· αποδεικνύω, σε Ξεν.