Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα· Αττ. αόρ. βʹ προὔβη· επίσης, Επικ. μτχ. προβιβάς (όπως αν προερχόταν από βίβημι), I. 1. βαδίζω, βαίνω εμπρός, προχωρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, ἄστρα προβέβηκε, έχουν προχωρήσει πολύ στον ουρανό, δηλ. είναι περασμένα μεσάνυχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ νὺξ προβαίνει, η νύχτα προχωρεί γρήγορα, σε Ξεν.· έπειτα, λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, τοῦ χρόνου προβαίνοντος, καθώς ο χρόνος, ο καιρός προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, οι προχωρημένοι στην ηλικία, σε Λυσ. κ.λπ. 2. μεταφ., λέγεται για διήγηση, επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· προβαίνω ἐπ' ἔσχατον θράσους, σε Σοφ.· τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, σε Ευρ.· προβαίνω πόρρω μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι μοχθηρός πολύ, σε Ξεν.· προβαίνω εἰς τοῦτο ἔχθρας, σε Δημ. 3. προοδεύω, προχωρώ, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, το έθνος προόδευε αυξάνοντας την κυριαρχία του, συνέχισε επεκτείνοντας την επιβολή του, σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν, για να μην προχωρήσει περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ. II. υπερβάλλω, υπερτερώ, δηλ. βρίσκομαι μπροστά ή είμαι ανώτερος από τον άλλο, με γεν., προβέβηκας ἁπάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρηχῖνος προβέβηκε, ανεδείχθη υπέρτερος, δηλ. νίκησε, σε Ησίοδ. III. με αιτ. πράγμ., υπερβαίνω, τέρμα προβάς (αντί ὑπερβάς), σε Πίνδ. IV. στους Ποιητές, πόδα προβαίνω, προχωρώ, κινώ το πόδι, σε Θέογν.· τὸν πόδα, σε Αριστοφ.· προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς, σε Ευρ.· βλ. βαίνω Α. II. 3. V. μτβ., σε Ενεργ. μέλ., τοποθετώ μπροστά, προωθώ, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.