Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προαίρεσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προαίρεσις, -εως, (προαιρέομαι), 1. εκλογή ενός πράγματος πριν από κάποιο άλλο, πράξη ώριμης επιλογής, απόφαση, προτίμηση, σε Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ προαίρεσιν, με τη θέληση, εκούσια, σε Αριστ. 2. σκοπός, σχέδιο ή περιθώριο δράσης, τρόπος ζωής, βιοθεωρία, αρχή δράσης, σε Δημ. 3. στην πολιτική γλώσσα, επιτηδευμένος τρόπος πολιτικής δράσης, πολιτική, τακτική, στον ίδ.· επίσης, τρόπος διακυβέρνησης, όπως η ολιγαρχία, στον ίδ.· στον πληθ., τὰς κοινὰς προαιρέσεις, δημόσιες αρχές, γενικά, πολιτική, στον ίδ. 4. τομέας διακυβέρνησης, στον ίδ. 5. πολιτική μερίδα, παράταξη, στον ίδ.