Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προίξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προίξ, προικός, , I. 1. δώρο, δωρεά, προικὸς γεύσασθαι, γεύομαι ένα δώρο, σε Ομήρ. Οδ.· προικὸς χαρίσασθαι, χαρίζω προίκα (προικός είναι στη γεν. pretii), στο ίδ. 2. μερίδιο που αποδίδεται στους γάμους, προίκα, σε Πλάτ., Δημ. II. οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. προῖκα ως επίρρ., όπως το δωρεά, ελεύθερη δωρεά, χάρισμα, πράγμα διδόμενο άνευ κόστους, Λατ. gratis, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προῖκα κρίνειν, χωρίς προίκα, χωρίς δώρο, σε Δημ.