Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-έχω, συνηρ. προὔχω, μέλ. -έξω, αόρ. βʹ -έσχονΜέσ., -εσχόμην, προὐσχόμην· πρβλ. προΐσχω·
Α. I. 1.
κρατώ μπροστά έστι ώστε να προστατέψω κάποιον άλλο, σε Αριστοφ., Ξεν.Μέσ., έχω μπροστά μου, έχω κάτι προτεταμμένο μπροστά σε κάποιον άλλο, σε Όμηρ., Αριστοφ. 2. α) μεταφ. στη Μέσ., τοποθετώ μπροστά, προφασίζομαι, σε Σοφ.· ὅπερμάλιστα προὔχονται, μὴ ἂν γίγνεσθαι τὸν πόλεμον, ο οποίος είναι ο κύριος λόγος που προβάλλουν για να δείξουν ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει, σε Θουκ. β) προτείνω, προσφέρω, στον ίδ. II. 1. κατέχω ή πληροφορούμαι κάτι από πριν, σε Ηρόδ. 2. έχω πριν από τους άλλους, τιμὴνπροέξουσ' τῶν ἐνδίκων, θα τιμηθούν πριν από τους δίκαιους, σε Σοφ.· απόλ., ὁ προέχων, ο πρώτος κάτοχος, σε Αριστ. Β. Αμτβ., I. εξέχω, προεξέχω, λέγεται για ακρωτήρια, πύργους, λόφους, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για αγώνισμα δρόμου, είμαι πρώτος, κάνω την αρχή, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., προέχων τῶν ἄλλων, αυτός που βαδίζει πριν από τους υπόλοιπους, σε Ηρόδ.· προέχω ἡμέρης ὁδῷ, προηγούμαι μιας μέρας δρόμο, στον ίδ.· προέχω τῇ κεφαλῇ, προηγούμαι με διαφορά ενός κεφαλιού στον αγώνα, σε Ξεν.· λέγεται για χρόνο, προεῖχε (ἡ τριήρης) ἡμέρα καὶ νυκτί, προηγούνταν κατά ένα ημερονύχτιο, σε Θουκ. 2. λέγεται για τάξη, με γεν., δήμου προὔχουσιν, είναι οι πρώτοι ανάμεσα στον δήμο ή οι αρχηγοί του λαού, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., είμαι ανώτερος, υπερέχω, σε Θουκ.· τὸ προὔχον, λέγεται για οτιδήποτε είναι εξαίσιο, διακεκριμένο, υπερέχει των άλλων, στον ίδ.· οἱ προὔχοντες, οι αρχηγοί, στον ίδ. 3. α) υπερβαίνω, υπερέχω, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· προέχω τινὸς τιμήν, είμαι ανώτερος από κάποιον στην τιμή, σε Σοφ. β) σπανίως με αιτ. προσ., σε Ξεν.Παθ., είμαι υπέρτερος, διαπρεπής, σε Κ.Δ. III. απρόσ., οὔ τι προέχει, καθόλου δεν ωφελεί, με απαρ., σε Ηρόδ.