Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρηνίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρηνίζω, καταρρίπτω, ρίχνω κάτω — Παθ., πέφτω κάτω, καταρρίπτομαι, πρηνιχθείς, σε Ανθ.