LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρηνίζω"
- πρηνίζω, καταρρίπτω, ρίχνω κάτω — Παθ., πέφτω κάτω, καταρρίπτομαι, πρηνιχθείς, σε Ανθ.