LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρεσβύτης"
- πρεσβύτης[ῡ], -ου, ὁ, = πρέσβυς I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. πρεσβύτις, -ιδος, ηλικιωμένη γυναίκα, στον ίδ.

