Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρεσβυτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρεσβῡτικός, , -όν1. αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. senilis, ὄχλος, σε Αριστοφ.· κακὰ πρεσβυτικά, τα κακά της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ. 2. απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.