Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πραΰνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρᾱΰνω (πραΰς), Ιων. πρηΰνω [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, αόρ. αʹ ἐπράῡναΠαθ., αόρ. αʹ ἐπραΰνθην· 1. κάνω κάτι μαλακό, ήρεμο ή ήσυχο, μαλακώνω, κατευνάζω, ηρεμώ, σε Ησίοδ. κ.λπ.· πραΰνω ἕλκος, καταπραΰνω τους πόνους μου, σε Σοφ.· πραΰνω τινὰ λόγοις, σε Αισχύλ.Παθ., γίνομαι μαλακός ή πράος, μετριάζομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται για οργή, καταπίπτω, χάνω τη δύναμή μου, εξασθενίζω, στον ίδ. 2. εξημερώνω άγρια ζώα, σε Ησίοδ., Ξεν.