Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρίν"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
πρίν[ῐ], επίρρ., σχηματισμένο με τη συγκρ. ισχύ της πρόθ. πρό.
Α.
επίρρ. χρονικό, πριν. I. λέγεται για μελλοντικό χρόνο, πριν από αυτήν τη στιγμή, νωρίτερα, με οριστ. μέλ. ή υποτ. = μέλ., σε Όμηρ.· με ευκτ. και κεν, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για παρελθοντικό χρόνο, παλαιότερα, πρωτύτερα, κάποτε, νωρίτερα, σε Όμηρ.· ομοίως, με άρθρο, τὸ πρίν γε..., νῦν δέ..., νῦν δέ... τὸ πρίν γε, σε Ομήρ. Ιλ.· με άρθρο η μτχ. ὤν πραλείπεται· τὰ πρὶν πελώρια (ενν. ὄντα), οι γίγαντες του παρελθόντος, σε Αισχύλ.· ἐντῷ πρὶν χρόνῳ, σε Σοφ.· ἐν τοῖς πρὶν λόγοις, σε Θουκ. Β. πρὶν ἤ, I. ως σύνδ., πριν απ' αυτό, πριν, προηγουμένως, Λατ. priusquam, σε Όμηρ.· αλλά το συχνά παραλείπεται, έτσι ώστε το πρίν γίνεται σύνδ.· η κύρια πρόταση έχει επίσης το πρίνπρότερον, πρόσθεν, πάρος), έτσι που ο σύνδεσμος πρίν συγχέεται με το επίρρ. πρίν, ιδίως μετά από άρνηση· με απαρ., ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδὲ παύσεται χόλου, πρὶν κατασκῆψαί τινα, σε Ευρ. II. με ρήμα σε παρεμφατικό τύπο: 1. με οριστ., σ' αυτήν την περίπτωση ο Όμηρ. χρησιμ. το πρίν γ' ὅτε δὴ Ζεὺς κῦδος Ἕκτορι δῶκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν, πρίν γ' ἐγὼ σφίσιν ἔδειξα, σε Αισχύλ. 2. με υποτ. μόνο μετά από αποφατικές ή ισοδύν. προτάσεις, οὐ καταδυσόμεθ', πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ, δεν θα καταποντιστούμε, δεν θα κατανικηθούμε, προτού να έρθει η μέρα του θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· σε Αττ., πρὶν ἄν είναι τύπος ομαλός, οὐδέν ἐστι τέρμα μοι μόχθων, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος, σε Αισχύλ.· αλλά, το ἄν μερικές φορές παραλείπεται, μὴ στέναζε, πρὶν μάθῃς, σε Σοφ.· πάντοτε με πρὶν ἤ, πρὶν ἢ ἀνορθώσωσι, σε Ηρόδ. 3. με ευκτ. έπειτα από ιστορικούς χρόνους, οὐκ ἔθελεν φεύγειν πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔδοξέ μοι μὴ ποιεῖσθαι, πρὶν φράσαιμί σοι, σε Σοφ.
πρῑνίδιον[νῐ], τό, υποκορ. του πρῖνος, σε Αριστοφ.
πρίνῐνος, , -ον, κατασκευασμένος από τον πρῖνον, Λατ. iligneus, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· μεταφ., δρύινος, δηλ. σκληρός, τραχύς, σε Αριστοφ.
πρῖνος, , , αειθαλής βελανιδιά, ελαιόπρινο ή κόκκινος πρίνος, Λατ. quercus coccifera, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
πρῑν-ώδης, -ες (εἶδος), σκληρός όπως ο πρίνος, σε Αριστοφ.