Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρέσβυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρέσβυς, -εως, , κλητ. πρέσβυ, I. 1. μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, Λατ. senex (στον πεζό λόγο ο τύπος είναι πρεσβύτης), σε Σοφ., Ευρ.· ο πρέσβυς χρησιμ. περισσότερο όπως το πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. πρέσβεις, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη σημασία του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. πρέσβηες, σε Ησίοδ. 2. ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. πρεσβύτερος, , -ον, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· ἐνιαυτῷ, κατά ένα έτος, σε Αριστοφ.· βουλαὶ πρεσβύτεραι, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. πρεσβύτατος, , -ον, ο πιο μεγάλος, ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, πρεσβύτερόν τιοὐδὲν) ἔχειν, Λατ. aliquid (ή nihil) antiquius habere, θεωρώ κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, σε Ηρόδ.· πρεσβύτατον κρίνειν τι, σε Θουκ.· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, πιο υψηλά από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, απλώς λέγεται για μέγεθος, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, το ένα κακό πιο φοβερό από το άλλο, σε Σοφ. II. όπως πρεσβευτής, εκπρόσωπος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. πρέσβεις, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το πρεσβευταί, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. III. άρχοντας, πρόεδρος· συγκρ. πρεσβύτερος, πρεσβύτερος, μέλος του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Κ.Δ. κ.λπ.· πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ιερέας, στο ίδ.