Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρέπω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πρέπω, παρατ. ἔπρεπον, μέλ. πρέψω, αόρ. αʹ ἔπρεψα· λέγεται για εντυπώσεις σχετικά με αισθήσεις: I. 1. λέγεται για την όραση, φαίνομαι καθαρά, διακρίνομαι, είμαι ορατός, ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., διακρίνομαι σε κάποιο ή από κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· απόλ., λάμπω, διακρίνομαι, είμαι εμφανής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· με μτχ., είμαι ευδιάκριτος καθώς ενεργώ ή υπάρχω, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για την ακοή, βοὰ πρέπει, η κραυγή ηχεί δυνατά και καθαρά, σε Πίνδ., Αισχύλ. 3. λέγεται για την όσφρηση, είμαι δυνατός ή δύσοσμος, σε Αισχύλ. II. 1. είμαι εξαιρετικά όμοιος, μοιάζω, με δοτ., σε Πίνδ., Ευρ. 2. με απαρ., δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν, το τρέξιμο αυτού είναι όμοιο με το περσικό, όταν το βλέπει κανείς, δηλ. μπορεί να διακρίνει εμφανώς ότι είναι περσικό, σε Αισχύλ.· ομοίως, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν, σε Σοφ. III. 1. είμαι εξαιρετικά κατάλληλος, γίνομαι, φαίνομαι, αρμόζω, ταιριάζω, με δοτ. προσ., θνατὰ θνατοῖσι πρέπει, σε Πίνδ. κ.λπ.· συχνά ως μτχ., πρέπον ἐστί ή ἦν, αντί πρέπει ή ἔπρεπε, σε Θουκ. κ.λπ., σπανίως με γεν., πρέπει ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε, σε Σοφ.· μτχ. ουδ. τὸ πρέπον, -οντος, αυτό που είναι αρμόζον, κατάλληλο, ταιριαστό, Λατ. decorum, σε Πλάτ. 3. σπανίως με πρόσωπο ως υποκ., πρέπων ἔφυς φωνεῖν, είσαι το αρμόδιο, κατάλληλο πρόσωπο να μιλήσει, σε Σοφ. 4. απρόσ., πρέπει, Λατ. decet, ταιριάζει, αρμόζει, πρέπει, με δοτ. προσ. και απαρ., οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, σε Θέογν.· ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, σε Ευρ.· επίσης, με αιτ. προσ. και απαρ., τὸνπρέπει τυγχανέμεν ὕμνων, σε Πίνδ. κ.λπ.· μόνο με απαρ., πρέπει γαρυέμεν, στον ίδ.· όταν η αιτ. ακολουθ. μόνη της, πρέπει να εννοηθεί απαρ., τείσασθαι ὡς ἐκείνους πρέπει (ενν. τίσασθαι), σε Ηρόδ.
πρεπ-ώδης, -ες (εἶδος), ταιριαστός, αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, σε Αριστοφ.· με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.