LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρέμνον"
- πρέμνον, τό, I. βάση, κατώτερο μέρος κορμού δέντρου· γενικά, το στέλεχος, κορμός, Λατ. codex, caudex, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν. κ.λπ. II. ρίζα ή κατώτερο μέρος οποιουδήποτε πράγματος, πρέμνον πράγματος, σε Αριστοφ.