Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πράκτωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πράκτωρ, -ορος, , = πρακτήρ, I. αυτός που εκτελεί ή φέρει εις πέρας, εκτελεστής, σε Σοφ.· με θηλ. ουσ., στον ίδ. II. 1. αυτός που απαιτεί πληρωμή, εισπράκτορας φόρων, σε Δημ. κ.λπ. 2. στους Ποιητές επίσης, αυτός που επιβάλλει τιμωρία, τιμωρός, εκδικητής, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίσης ως επίθ., με θηλ. ουσ. εκδίκηση, σε Αισχύλ.