Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "που"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ποῦ; Ιων. κοῦ; ερωτημ. επίρρ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, αντίστοιχο προς το αναφορ. ὅπου (κυρίως γεν. του *πός; Λατ. quis?) I. πού; Λατ. ubi? σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, ποῦ γῆς; ποῦ χθονός; πού στον κόσμο; Λατ. ubinam terrarum, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ποῦποτ' εἶ φρενῶν; σε Σοφ.· ποῦ γνώμης εἶ; στον ίδ.· ποῦ τύχης; σε ποιο σημείο της τύχης; στον ίδ. II. λέγεται για τρόπο, πώς; σε Ευρ.· χρησιμ. για να εκφράσει συμπέρασμα πολύ έντονα, κοῦ γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος; πώς δεν θα..., δηλ. αναμφίβολα θα..., σε Ηρόδ.· επίσης σε Τραγ., σε ερωτήσεις με αγανάκτηση, πώς; με ποιο δικαίωμα; ποῦ σὺ μάντις εἰ σοφός; σε Σοφ.
πού, Ιων. κού, εγκλιτ. επίρρ., I. οπουδήποτε, κάπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά με άλλα επιρρ. του τόπου, οὐχ ἑκάς που, κάπου όχι πολύ μακριά, σε Σοφ.· πέλας που, στον ίδ.· ἄλλοθί που, σε Δημ.· με γεν., ἀλλά που αὐτοῦ ἀγρῶν, σε κάποιο μέρος αυτών των αγρών, σε Ομήρ. Οδ.· εἴ που τῆς χώρας τοῦτο συνέβη, σε Δημ. II. επίσης, χωρίς αναφορά σε τόπο, σε κάποιο βαθμό, καί πού τι, σε Θουκ.· συχνά λέγεται για να τροποποιήσει μια δήλωση, με κάθε τρόπο, πιθανόν, ίσως, υποθέτω, στοχάζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, σε Ξεν.· τί που..., τί στον κόσμο; σε Αισχύλ.· μαζί με αριθμητικά, δέκα κου, περίπου δέκα, σε Ηρόδ.· οὔ τί που, εκφράζει άρνηση με αγανάκτηση ή θαυμασμό, βεβαίως δεν είναι δυνατόν, σε Σοφ. κ.λπ.· ή αλλιώς, οὐ δήπου, εκφράζει υποψία ότι κάτι είναι έτσι, οὐ δήπου Στράτων;, σε Αριστοφ.
πουλῠ-βότειρα, , Ιων. αντί πολυ-βότειρα.
πουλύπους, , βλ. πολύπους.
πουλύς, πουλύ, Επικ. αντί πολύς, πολύ.
πούς, , ποδός, ποδί, πόδα· δοτ. πληθ. ποσί, Επικ. ποσσί, πόδεσσι· γεν. και δοτ. δυϊκ. ποδοῖν, Επικ. ποδοῖιν· I. 1. πόδι, Λατ. pes, pedis, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε πληθ., επίσης, νύχια πουλιών, σε Ομήρ. Οδ.· πλοκάμια χταποδιού, σε Ησίοδ.· ξύλινος πούς, λέγεται για τεχνητό πόδι, σε Ηρόδ.· λέγεται για αθλητικούς αγώνες, περιγιγνόμεθ' ἄλλων πόδεσσιν, είμαστε καλύτεροι από τους άλλους στο τρέξιμο, σε Ομήρ. Οδ.· ποσὶν ἐρίζειν, αγωνίζομαι με τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ποσὶ νικᾶν, ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, σε Όμηρ.· η δοτ. ποσί προστίθεται σε όλες τις κατηγορίες ρημάτων κίνησης, ποσὶ βῆναι, δραμεῖν, ὀρχεῖσθαι κ.λπ.· αντί, πόδα βαίνειν, βλ. βαίνω Α. II. 3· μεταφ., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα, ξεκίνησε τον δρόμο για την επιστροφή στην πατρίδα του, σε Ευρ. 2. ως ένδειξη μεγάλης εγγύτητας, πρόσθεν ποδός ή ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, ακριβώς πίσω από κάποιον, σε Όμηρ.· πὰρ ποδί, πρόχειρα, σε Πίνδ.· αλλά, παρὰ ή πὰρ ποδός, αυθόρμητα, μια στιγμή, σε Θέογν.· ομοίως, παρὰπόδα, σε μια στιγμή, σε Σοφ.· παρὰ πόδας, σε Πλούτ.· ἐν ποσί, όπως ἐμποδών, πλησίον, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ πρὸς ποσί, σε Σοφ.· αυτές οι φράσεις είναι αντίθ. προς το ἐκ ποδῶν, έξω από την πορεία, μακριά από, σε Ηρόδ. (πρβλ. ἐκποδών). 3. λέγεται για να δηλώσει στενή παρακολούθηση, κατὰ πόδας, στα ίχνη, Λατ. e vestigio, στον ίδ., Αττ.· με γεν. προσ., κατὰ πόδας τινὸς ἔρχεσθαι, ἰέναι, «πλησιάζω κοντά στις φτέρνες κάποιου», τον ακολουθώ, σε Ηρόδ. 4. α) διάφορες φράσεις: ἐπὶ πόδα, προς τα πίσω, με το πρόσωπο προς τον εχθρό, ἐπὶπόδα ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, υποχωρώ αργά με ησυχία (χωρίς να τραπώ σε φυγή), Λατ. pedetentim, σε Ξεν. β) περὶ πόδα, κυρίως λέγεται για πέδιλο, γύρω από το πόδι, δηλ. αυτό που αρμόζει κατάλληλα, σε Θεόκρ., Λουκ. γ) ὡς ποδῶν ἔχει, με όλη τη δύναμη των ποδιών του, δηλ. όσο πιο γρήγορα μπορεί, σε Ηρόδ. δ) ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν, έχω το πόδι μου έξω από ένα πράγμα, δηλ. είμαι καθαρός από αυτό, ἔξω κομίζου πηλοῦ πόδα, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ.· αντίθ. προς το εἰς ἄντλον ἐμβῆσαι πόδα, σε Ευρ. ε) λέγεται για να δηλώσει ενέργεια, ἀμφοῖν ποδοῖν, σε Αριστοφ.· βοηθεῖν ποδὶ καὶ χειρὶ καὶ πάσῃ δυνάμει, σε Αισχίν.· αντί ὀρθῷ ποδί, βλ. ὀρθός II. 5. πούς τινος, περιφρ. αντί του προσ., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, δηλ. σὺν πατρί, σε Ευρ.· παρθένου δέχου πόδα, στον ίδ.· επίσης, ἐξ ἑνὸς ποδός, δηλ. μόνος ὤν, σε Σοφ.· οἱ ἀφ' ἡσύχου πόδες, δηλ. οἱ ἡσύχως ζῶντες, σε Ευρ. II. 1. μεταφ., λέγεται για πράγματα, πόδι ή το τελευταίο μέρος, ιδίως η βάση ενός λόφου, πρόποδες, Λατ. pes montis, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για πλοίο, πόδες ονομάζονται τα δύο κατώτατα άκρα ή γωνίες ή τα σχοινιά που είναι δεμένα σ' αυτές, σε Ομήρ. Οδ.· χαλᾶν πόδα, λασκάρω ή χαλαρώνω το σχοινί, σε Ευρ.· τοῦ ποδὸς παριέναι, αφήνω ελεύθερο το πηδάλιο, σε Αριστοφ.· ἐκπετάσαι πόδα(αναφορ. προς το ιστίο), σε Ευρ.· αντίθ. προς το τείνειν πόδα, τραβώ σφιχτά, σε Σοφ.· ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί, πλοίο με το ιστίο τεντωμένο γερά, σε Ευρ. III. πόδι, ως μονάδα μήκους, τέσσερις παλάμες (παλαισταί) ή έξι δάχτυλα, σε Ηρόδ. κ.λπ. IV. ο πόδας της προσωδίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.