LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποταμός"
- ποτᾰμός, -οῦ, ὁ (√ΠΟ για κάποιους χρόνους του πίνω), I. ποταμός, υδάτινο ρεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από φωτιά ή λάβα, σε Πίνδ. II. ως πρόσωπο, Ποταμός, η θεότητα του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.