Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποτίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποτίζω, Δωρ. ποτίσδω (πότος), μέλ. -ίσω και -ιῶ, 1. δίνω σε κάποιον να πιει, με διπλή αιτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, έδωσε στα άλογα νέκταρ να πιούν, σε Πλάτ.· ποτήριον ποτίζω τινά, σε Κ.Δ. 2. ποτίζω τη γη, σε Ξεν.· ποτίζω τα ζώα, σε Θεόκρ.