LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποτής"
- ποτής, -ῆτος, ἡ (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πόση, ποτό, σε Όμηρ.
- πότης, -ου, ὁ, θηλ. πότις (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πότης, μέθυσος, μπεκρής· μεταφ., πότης λύχνος, μεθυσμένο λυχνάρι, δηλ. αυτό που καταναλώνει πολύ λάδι, σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. ποτίστατος, στον ίδ.