LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πορθμός"
- πορθμός, ὁ (περάω), I. πορθμείο ή μέρος όπου διέρχεται το «φέρι μπόουτ», στενό, πορθμός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα στενά της Σαλαμίνας, σε Ηρόδ.· πορθμὸς Ἑλλάς, Ελλήσποντος, σε Αισχύλ.· ὁ εἰς Ἅιδου πορθμός, η Στύγα, σε Ευρ. II. πέρασμα από πορθμείο, δίοδος, σε Σοφ., Ευρ.· πορθμὸς χθονός, δίοδος, διάβαση που οδηγεί μέσα στη γη, σε Ευρ.