Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πορθμεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πορθμεῖον, Ιων. -ήιον, τό (πορθμός), I. σημείο περάσματος, διάβαση πάνω από κάτι, δίαυλος, σε Ηρόδ., Ξεν. II. πορθμείο, «φέρι μπόουτ», στον ίδ., Ξεν. III. ναύλα πλοίου, αμοιβή πορθμέα, σε Λουκ.