LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πορθμεύς"
- πορθμεύς, -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, 1. πορθμέας, Λατ. portitor, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πορθμεὺς νεκύων, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ευρ. 2. γενικά, βαρκάρης, ναυτικός, σε Ηρόδ., Θεόκρ.