LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πορθέω"
- πορθέω, μέλ. -ήσω, ισοδύν. τύπος του πέρθω, 1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω, λεηλατώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. 2. σε ενεστ. και παρατ., προσπαθώ να καταστρέψω, πολιορκώ μια πόλη, σε Ηρόδ.· καταστρέφω, λεηλατώ, ερειπώνω, σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.