Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πορεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πορεύω (πόρος), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐπόρευσαΜέσ. και Παθ., μέλ. πορεύσομαι και πορευθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπορευσάμην και ἐπορεύθην, παρακ. πεπόρευμαι· I. 1. Ενεργ., στέλνω, φέρω, μεταβιβάζω, σε Πίνδ., Σοφ.· με διπλ. αιτ., μεταφέρω ή διαπορθμεύω, Νέσσος ποταμὸν βροτοὺς ἐπόρευσε, σε Σοφ.· γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν πορεύσας, σε Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, φέρω, παρέχω, παραχωρώ, βρίσκω, στον ίδ. II. 1. Παθ. και Μέσ., οδηγούμαι ή μεταφέρομαι, σε Σοφ. 2. πορεύομαι, βαδίζω, βηματίζω, οδηγώ κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· περνώ απέναντι, διαβαίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. τόπου, εισάγομαι, μπαίνω, πορεύω στέγας, σε Σοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., μακρὰν ὁδὸν πορεύω, σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, διαβαίνω, διέρχομαι, στον ίδ. 3. βαδίζω, βαίνω, δηλ. ζω, σε Σοφ.