
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πονηρός"
- πονηρός, -ά, -όν (πονέω), I. επίπονος, επώδυνος, δυσάρεστος, σε Θέογν., Αριστοφ. II. με αρνητική σημασία, αυτός που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, ανώφελος, ανίκανος για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., πονηρῶς ἔχειν, σε άθλια κατάσταση, σε Θουκ. III. 1. με ηθική σημασία, κακός, ανάξιος, πανούργος, Λατ. pravus, improbus, σε Αισχύλ., Ευρ.· πονηρὸς κἀκ πονηρῶν, απατεώνας, κακός και γιος των κακών, σε Αριστοφ.· πόνῳ πονηρός, πονηρός με μόχθο και κούραση, με μελέτη, στον ίδ.· ὁ πονηρός, ο Σατανάς, σε Κ.Δ. 2. άθλιος, ποταπός, σε Σοφ.· πονηρὰ χρώματα, χρώματα που παίρνει ο δειλός, σε Ξεν.